η τοπική μνήμη 1940-1944
ότι γράφτηκε, συνήθως σε ύστερους χρόνους
Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023
ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΕΠΟΣ
Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023
«Alors, c’est la querre»
Αναμένοντας να φτάσει η καθορισμένη στιγμή της αναχώρησής μας για την Κηφισιά, τα λεπτά στο διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι τις 3 το πρωί περνούσαν αργά σαν ώρες, ώρες που, αναμφίβολα, υπήρξαν οι πιο οδυνηρές της ζωής μου. Στη σκέψη ότι το καθήκον μου μού επέβαλε να γίνω αναγκαίος και απρόθυμος συνένοχος μιας τέτοιας ατιμίας, αφού είχα προσπαθήσει μάταια να κάνω ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για να την αποτρέψω, ερχόταν να προστεθεί και ένας σοβαρός φόβος. Ο Μεταξάς ήταν σχεδόν 70 ετών, ήταν καταβεβλημένος από υπερβολική εργασία και ευθύνες, ήταν παχύς και είχε ήδη ειπωθεί, το καλοκαίρι, ότι είχε υποστεί ένα ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Να ξυπνήσω στην καρδιά της νύχτας έναν άνθρωπο σ' αυτήν την κατάσταση υγείας για να του εγχειρίσω ένα έγγραφο που σήμαινε συγχρόνως την αποτυχία της όλης του πολιτικής και τον πόλεμο μεταξύ της μικρής του χώρας και μιας μεγάλης δύναμης (ο Στρατιωτικός Ακόλουθος έτρεφε ακόμα κάποια ελπίδα ότι ο φόβος της Ιταλίας θα έκανε την Ελλάδα να υποχωρήσει, όχι όμως εγώ) θα μπορούσε να έχει τραγικές συνέπειες. Οι οδηγίες του Υπουργείου δεν προέβλεπαν την περίπτωση να βρεθώ στις 3 το πρωί στο σπίτι του Μεταξά, με τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας να ψυχορραγεί μέσα στα χέρια μου. Και ομολογώ ούτε και εγώ δεν κατόρθωνα να σκεφτώ τι θα έπρεπε να κάνω αν συνέβαινε μια τέτοια τραγωδία. Ευτυχώς η μοίρα δεν επέτρεψε να συμβεί τίποτα τέτοιο.
Την καθορισμένη ώρα, δέκα περίπου λεπτά πριν από τις 3, ο Στρατιωτικός Ακόλουθος, ο διερμηνέας και εγώ φτάσαμε στην καγκελόπορτα της μικρής βίλας, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός. Ο comm. De Santo είπε στον φρουρό να ειδοποιήσει τον Πρωθυπουργό ότι ο Πρέσβης της Ιταλίας επιθυμούσε να γίνει δεκτός για μια άκρως επείγουσα ανακοίνωση. Ο φρουρός άρχισε να χτυπά ένα ηλεκτρικό κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό του σπιτιού, αλλά το υπηρετικό προσωπικό κοιμόταν. Περιμέναμε για μερικά ατελείωτα λεπτά μπροστά στην καγκελόπορτα. Μέσα στη βαθιά σιωπή της νύχτας ακουγόταν το γαύ γισμα ενός σκύλου.
Επιτέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκανε την εμφάνισή του σε μια μικρή πόρτα υπηρεσίας και, αναγνωρίζοντάς με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω. Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στον δρόμο περιμένοντάς με, έξω από την καγκελόπορτα. Ο Μεταξάς είχε φορέσει μια σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό. Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι, το συνηθισμένο σαλονάκι μιας μικρής, μικροαστικής εξοχικής βίλας. Αυτό το περιβάλλον α λα Guido Gozzano, με τα κακόγουστα «καλά» του πράγματα με έκανε να αναλογιστώ προς στιγμήν με κάποιο πικρό κρυφό χαμόγελο τη Βίλα Τορλόνια. Μόλις καθίσαμε του είπα ότι η Κυβέρνησή μου μού είχε αναθέσει να του κάνω μια άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή: «Alors, c’est la querre». Του απάντησα ότι η Ιταλική Κυβέρνηση ήλπιζε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα δεχόταν τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα ιταλικά στρατεύματα, τα οποία θα αρχιζαν τις μετακινήσεις τους στις 6 το πρωί. Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε πως θα μπορούσα να σκεφτώ ότι, ακόμα και αν είχε πρόθεση να ενδώσει, θα του ήταν δυνατόν μέσα σε τρεις ώρες να λάβει τις διαταγές του Βασιλιά και να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες για την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων. Χωρίς καμιά πεποίθηση, από απλή ευσυνειδησία, αρπάζοντας την τελευταία ελπίδα, όπως ο ναυαγός πιάνεται ακόμα και από ένα σανιδάκι, του απάντησα ότι αυτό δεν ήταν καθόλου αδύνατον. Ασφαλώς θα είχε απευθείας τηλεφωνική γραμμή για να επικοινωνεί με τον Βασιλιά. Όσο για τις διαταγές προς τα στρατεύματα θα ήταν αρκετό να διαταχτεί ο αρχιστράτηγος να στείλει με τον ασύρματο εγκύκλιο διαταγή σε όλους τους διοικητές να μην παρεμποδιστεί η προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων. Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε αν μπορούσα να του καθορίσω τουλάχιστον ποια ήταν τα στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους που η Ιταλική Κυβέρνηση θα ήθελε να καταλάβει. Φυσικά, αναγκάστηκα να του απαντήσω ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Ο Μεταξάς απάντησε: «Vous voyez bien que c' est impossibile. Η ευθύνη του πολέμου αυτού βαραίνει αποκλειστικά την Ιταλική Κυβέρνηση. Η Κυβέρνησή σας ήξερε πολύ καλά ότι η Ελλάδα το μόνο που επιθυμούσε ήταν να παραμείνει ουδέτερη, αλλά και ότι ήμασταν αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε το εθνικό έδαφος εναντίον οποιουδήποτε». Του απάντησα, ενώ σηκωνόμουν, ότι ήλπιζα ακόμα ότι θα λάμβανε υπόψη του τη διαβεβαίωση που του δινόταν στη διακοίνωση, σύμφωνα με την οποία η Ιταλική Κυβέρνηση δεν είχε καμία πρόθεση να θίξει την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ελλάδας, και ότι θα γνωστοποιούσε στην Πρεσβεία,
πριν από τις 6, ότι η χώρα του δεχόταν τα ιταλικά αιτήματα. Ο Μεταξάς δεν μου απάντησε. Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποία είχα μπει πριν από ένα τέταρτο και όταν ήμασταν στο κατώφλι μου είπε: «Vous etes les plus forts...» χωρίς να αναπτύξει περισσότερο τη σκέψη του, με φωνή, αυτή τη φορά, βαθιά αλλοιωμένη. Με τη σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στη βαθιά λύπη που τα δονούσε. Νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, ο οποίος τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του, να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμά του. Αν στη μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μια στιγμή κατά την οποία μίσησα το δικό μου, μια στιγμή κατά την οποία το καθήκον του αξιώματος μου μού φάνηκε σταυρός όχι μόνο θλιβερός, αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια που πρόφερε αυτός ο ηλικιωμένος άντρας, εκείνος, που είχε καταναλώσει ολόκληρη τη ζωή του αγωνιζόμενος και υποφέροντας για τη χώρα του και τους Βασιλείς του και που, και κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή, προτιμούσε να διαλέξει τον δρόμο της θυσίας και όχι τον δρόμο της ατίμωσης. Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του.
(Μου είπαν ότι λίγους μήνες αργότερα μια Ελληνίδα, όταν πήγε να υποβάλει τα συλλυπητήριά της στη χήρα του, θέλησε να καθίσει στην πολυθρόνα εκείνη όπου είχα καθίσει τη μοιραία εκείνη νύχτα. Η κυρία Μεταξά συγκρότησε την επισκέπτρια λέγοντάς της: «Μη, μην καθίσετε στην πολυθρόνα εκείνη. Είναι η πολυθρόνα όπου κάθισε ο Γκράτσι τη νύχτα της κήρυξης του πολέμου».
Ο Ιωάννης Μεταξάς στο προσωπικό του ημερολόγιο γράφει για το γεγονός:
28 Οκτωβρίου, Δευτέρα
Νύκτα στις τρεις μέ ξυπνούν, ό Τραυλός. ’Έρχεται ο Grazzi.— Πόλεμος !—Ζητώ άμέσως Νικολούδη, Μαυρουδή.—’Αναφέρω Βασιλέα.— Καλώ Πάλαιρετ καί ζητώ βοήθειαν ’Αγγλίας.—Κατεβαίνω 5 'Υπουργικόν Συμβούλιον. "Ολοι πιστοί καί Μαυρουδής.—"Ολοι πλήν Κύρου.—Βασιλεύς. Περιφορά μαζί του. Φανατισμός τοϋ λαού άφάνταστος.— Μάχαι εις σύνορα ’Ηπείρου.— Βομβαρδισμοί. Σειρήνες.— ’Αρχίζουμε καί τακτοποιούμεθα.
0 Θεός βοηθός !!
Εγινε το υπουργικό συμβούλιο στις 5 το πρωι,έστειλε την πρωθυπουργική εγκύκλιο στις πρεσβείες,ακολούθησε το διάγγελμα προς τον ελληνικο λαο,κατοπιν το διαγγελμα του βασιλια και βγήκαν βόλτα στην αθήνα, μια πρωτεύουσα πάλλουσα από εθνικό ενθουσιασμο…
Τελικά ο Μουσολίνι κατάφερε κάτι το ακατόρθωτο για την τότε Ελληνική πραγματικότητα. Ένωσε κάτω από το πρόσωπο του Μεταξά ένα βαθιά διαιρεμένο λαό απο αγεφύρωτα μίση που αποφάσισε να αμυνθεί περί πάτρης και στην ανάγκη να πεθάνει για αυτή. Ο Μεταξάς λίγους μήνες αργότερα, πριν εισέλθουν οι Γερμανοί στην Αθήνα,απεβίωσε στις 15 ΙΑΝ 1941 και η κηδεία του έγινε σε συγκλονιστική ατμόσφαιρα.με συμμετοχή κόσμου που ξεπέρασε κάθε προηγούμενο.
Το τηλεγράφημα
Το πρόγραμμα την επόμενη περιελάμβανε επίσημο δείπνο στην Ιταλική πρεσβεία. Η γιορτή έγινε, αλλά όσο οι καλεσμένοι έπιναν στην φιλία άνάμεσα στις δυο χώρες στα σαλόνια της Πρεσβείας, οί υπάλληλοι της γραμματείας αποκωδικοποιούσαν ένα μεγάλο τηλεγράφημα του Palazzo Chigi nou εξηγούσε μέ ακρίβεια όλα όσα ο Grazzi έπρεπε νά κάνει μεσα στην νύχτα ανάμεσα στις 27 και 28 Οκτωβρίου.Το δείπνο κράτησε μέχρι αργά,οι τελευταίοι καλεσμένοι έφυγαν ξημερώματα και επιτέλους έγινε η συναρμολόγηση.Τότε διάβασε ο Ιταλός πρέσβης το τελεσιγραφο που έπρεπε να παραδώσει.Ήταν κωδικοποιημένο και το είχαν “ταχυδρομήσει” σε τέσσερα κομμάτια.Έπρεπε να έρθουν και τα τέσσερα για να γίνει η συρραφή.
Ακολουθεί απόσμασμα του E. Gracci
το τηλεγράφημα Περιείχε τη διαταγή να επιδώσω στον στρατηγό Μεταξά την ακόλουθη διακοίνωση: «Η Ιταλική Κυβέρνηση αναγκάστηκε επανειλημμένα να διαπιστώσει ότι στην εξέλιξη της παρούσας σύρραξης, η Ελληνική Κυβέρνηση έλαβε και τήρησε στάση, η οποία αντίκειται όχι μόνο προς τις ομαλές σχέσεις ειρήνης και καλής γειτονίας των δύο χωρών, αλλά και προς τα καθορισμένα καθήκοντα, τα οποία απορρέουν από την Ελληνική Κυβέρνηση μέσω της ιδιότητας της ως ουδέτερο κράτος. Επανειλημμένα η Ιταλική Κυβέρνηση αναγκάστηκε να ανακαλέσει την Ελληνική Κυβέρνηση στην εκπλήρωση των καθηκόντων της και να διαμαρτυρηθεί απέναντι στη συστηματική παραβίασή τους, παραβίαση εξαιρετικά σοβαρή, δεδομένου ότι η Ελληνική Κυβέρνηση επέτρεψε στον αγγλικό στόλο να χρησιμοποιήσει τα χωρικά της ύδατα και τα λιμάνια της, ευνόησε τον ανεφοδιασμό των εναερίων βρετανικών δυνάμεων και επέτρεψε την οργάνωση στο ελληνικό αρχιπέλαγος μιας υπηρεσίας στρατιωτικών πληροφοριών έναντι της Ιταλίας. Η Ελληνική Κυβέρνηση έχει πλήρως γνώση αυτών των γεγονότων, τα οποία υπήρξαν αντικείμενο διπλωματικών διαβημάτων εκ μέρους της Ιταλίας, στα οποία η Ελληνική Κυβέρνηση - η οποία, εντούτοις, θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί τις σοβαρές συνέπειες της στάσης της - δεν απάντησε μέσω της λήψης κάποιου μέτρου που θα προστάτευε την ουδετερότητά της, αλλά, απεναντίας, ενέτεινε τη δράση της προς την ενίσχυση των ενόπλων βρετανικών δυνάμεων και της συνεργασίας της με τους εχθρούς της Ιταλίας. Η Ιταλική Κυβέρνηση έχει στην κατοχή της αποδείξεις ότι η συνεργασία αυτή είχε προβλεφθεί και κανονιστεί από την Ελληνική Κυβέρνηση ακόμα και μέσω συνεννοήσεων στρατιωτικής, ναυτικής και αεροπορικής φύσης. Η Ιταλική Κυβέρνηση δεν αναφέρεται μόνο στη βρετανική εγγύηση, την οποία η Ελλάδα είχε δεχτεί ως τμήμα ενέργειας κατευθυνόμενης εναντίον της ασφάλειας της Ιταλίας, αλλά και στις ρητές και καθορισμένες υποχρεώσεις που ανέλαβε η Ελληνική Κυβέρνηση, σύμφωνα με τις οποίες έπρεπε να θέσει στη διάθεση των δυνάμεων που βρίσκονται σε πόλεμο με την Ιταλία, σπουδαίες στρατηγικές θέσεις εντός του ελληνικού εδάφους, συμπεριλαμβανομένων αεροπορικών βάσεων στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, οι οποίες προορίζονταν για επίθεση στο αλβανικό έδαφος. Η Ιταλική Κυβέρνηση οφείλει, σχετικά, να υπενθυμίσει στην Ελληνική Κυβέρνηση τις προκλητικές ενέργειες που διεξήχθησαν έναντι του αλβανικού έθνους μέσω της τρομοκρατικής πολιτικής, την οποία υιοθέτησε απέναντι στον πληθυσμό της Τσαμουριάς και μέσω των επίμονων προσπαθειών δημιουργίας ανωμαλιών από την εκεί μεριά των συνόρων της. Και γι’ αυτό το γεγονός, βρέθηκε η Ιταλική Κυβέρνηση, χωρίς όμως αποτέλεσμα, στην ανάγκη να υπενθυμίσει στην Ελληνική Κυβέρνηση τις αναπόφευκτες συνέπειες που μια παρόμοια πολιτική θα είχε όσον αφορά την Ιταλία. Η Ιταλία δεν μπορεί να ανεχτεί όλα αυτά από εδώ και πέρα. Η ουδετερότητα της Ελλάδας αποδεικνύεται όλο και περισσότερο καθαρά φαινομενική. Η ευθύνη για αυτή την κατάσταση βαραίνει πρωτίστως την Αγγλία και την πρόθεσή της να εμπλέκει πάντοτε και άλλες χώρες στον πόλεμο. Η Ιταλική Κυβέρνηση θεωρεί καταφανές ότι η πολιτική της Ελληνικής Κυβέρνησης έτεινε και τείνει να μεταβάλει το ελληνικό έδαφος, ή τουλάχιστον να επιτρέψει τη μετατροπή του ελληνικού εδάφους σε βάση πολεμικής δράσης έναντι της Ιταλίας. Αυτό δεν θα ήταν αδύνατο να οδηγήσει σε μια ένοπλη ρήξη μεταξύ της Ιταλίας και της Ελλάδας, ρήξη την οποία η Ιταλική Κυβέρνηση έχει κάθε πρόθεση να αποφύγει. Επομένως, η Ιταλική Κυβέρνηση κατέληξε στην απόφαση να ζητήσει από την Ελληνική Κυβέρνηση - ως εγγύηση για την ουδετερότητα της Ελλάδας και ως εγγύηση για την ασφάλεια της Ιταλίας - το δικαίωμα να καταλάβει μέσω των ενόπλων δυνάμεών της, κατά τη διάρκεια της σημερινής ρήξης με την Αγγλία, ορισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. Η Ιταλική Κυβέρνηση ζητά από την Ελληνική Κυβέρνηση να μην εναντιωθεί στην κατάληψη αυτή και να μην παρεμποδίσει την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων που προορίζονται να την πραγματοποιήσουν. Τα στρατεύματα αυτά δεν εμφανίζονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και η Ιταλική Κυβέρνηση δεν προτίθεται καθόλου, μέσω της προσωρινής κατοχής εκείνων των σημείων, η οποία επιβάλλεται από την ανάγκη των περιστάσεων και έχει καθαρά αμυντικό χαρακτήρα, να θίξει οπωσδήποτε την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Η Ιταλική Κυβέρνηση ζητά από την Ελληνική Κυβέρνηση να δώσει πάραυτα στις στρατιωτικές αρχές τις αναγκαίες διαταγές για να μπορέσει η κατοχή αυτή να πραγματοποιηθεί με ειρηνικό τρόπο. Αν τα ιταλικά στρατεύματα συναντήσουν αντίσταση, η αντίσταση αυτή θα καμφθεί μέσω των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνηση θα φέρει την ευθύνη των όσων προκύψουν από αυτό».
Το περίφημο αυτό έγγραφο κακοπιστίας συνοδευόταν από τις εξής οδηγίες: Η επίδοση της διακοίνωσης έπρεπε να γίνει χωρίς προειδοποίηση στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου και την επίδοση της διακοίνωσης θα έπρεπε να ακολουθήσει η προφορική ανακοίνωση ότι οι κινήσεις των στρατευμάτων μας θα άρχιζαν στις 6 το πρωί της ίδιας ημέρας. Τα πάντα είχαν υπολογιστεί ώστε ο πόλεμος να καταστεί αναπόφευκτος…
Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2023
Περιμένοντας τους Φρατελους
H Ελλάδα “μπήκε” στο Β.Π.Π.,από ένα capriccio του Duce. Χωρίς κανένα ουσιαστικό λόγο.Από τη μιά οι Χιτλερικές νίκες που τον εκνεύριζαν, και απ την άλλη η χαμηλη αποδοση της Ιταλικής στρατιωτικής εμπλοκής ( τα υποβρύχια όχι και τόσο κατάλληλα, στον ατλαντικό,τα αεροπλάνα δεν διέπρεψαν στη μάχη της Αγγλίας,τα Ιταλικά στρατεύματα,ούτε στη καταπτοημένη Γαλλία, ούτε στη Βόρειο Αφρική. στην Αίγυπτο επίσης). Ήθελε μιά νίκη και μας κήρυξε τον πόλεμο πιστεύοντας ότι θα παραδοθούμε αμαχητί. Ήταν πεπεισμένος γιά την ολοκληρωτική νικη του Χίτλερ και ήθελε να είναι στο τραπέζι με τους νικητές στη μοιρασια της πιτας.
Ο Mussolini αισθανόταν την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων χώρο επιρροής και απο 1923 έδειξε τις ορέξεις του, για την Κέρκυρα.Οι μεγάλες δυνάμεις τον εμπόδισαν κάτι που δέχτηκε με δυσκολία αλλά ποτέ του δεν ξέχασε.
Εκνευρίστηκε αρχές οκτ 1940, όταν πληροφορήθηκε οτι ο Χιτλερ τοποθετούσε «στρατεύματα εκπαίδευσης» στη Ρουμανία, δηλ σε χώρα δικιάς του επιρροής.Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και αποφάσισε να μας επιτεθεί.
Τις στοχεύσεις των Ιταλών, τις περιγραφει εξαιρετικά O Sergio Romano ,που διατέλεσε ήταν πρεσβευτής της Ιταλίας στη χώρα μας, στο προλογικο σημείωμα του βιβλίου “Η Αρχή του τέλους” του Emanuele Grazzi.( E.Grazzi ήταν ο τότε πρεσβης που ξύπνησε τον δικτάτορα Μεταξά ξημερωματα 28-10-1940)
Έγραψα «Mussolini και Ciano» αν και ο καθένας από τους δύο είχε τον προσωπικό του στόχο. Ο πρώτος ενοχλούταν από τις γερμανικές νίκες· φοβόταν ότι η Γερμανία, μετά τη λήξη του πολέμου, θα κυριαρχούσε στην Ευρώπη και θα άφηνε το σύμμαχό της σε δεύτερη μοίρα. Ήθελε να αποδείξει ότι η Ιταλία θα έκανε τον «δικό της» πόλεμο και θα ήταν, τη στιγμή της ειρήνης, κυρία της ανατολικής Μεσογείου. Ο Ciano, αντίθετα, ήταν αποφασισμένος να κατακτήσει ένα κομμάτι της Ελλάδας για μια χώρα, την Αλβανία που θεωρούσε ένα είδος προσωπικού πριγκιπάτου. Είχε ήδη βαπτίσει Porto Edda (από το όνομα της γυναίκας του, κόρης του Mussolini) το νησί που οι Βενετοί αποκαλούσαν Santi Quaranta, και ήθελε να χαρίσει στους Αλβανούς του μια περιοχή της Βόρειας Ηπείρου, τη τσαμουριά, κατοικημένη εν μέρει από Αλβανούς.
( Η εισβολή έλαβε χώρα φυσικά χωρίς τη συγκατάθεση του μεγάλου συνεταίρου Γερμανού δικτάτορα καθώς φοβόταν δικαιολογημένα ότι μια τέτοια κίνηση θα εξελισσόταν σε σοβαρή απειλή για τον ανεφοδιασμό με πετρέλαιο από τη Ρουμανία για την προγραμματιζόμενη επίθεση στη Ρωσία-”επιχείρηση Barbarossa)
Η απόφαση για την εισβολή πάρθηκε πρόχειρα στις 15 ΟΚΤ 1940 στο Palazzo Venezia, σε μια μυστική συνάντηση επιτελικών στρατού ξηράς,χωρις τη παρουσία επιτελικών του ναυτικού και της αεροπορίας.
Θα κατηγορούσαν την Αθήνα ότι ήταν Αγγλική βάση, θα έστηναν ένα συνοριακό επεισόδιο και θα στείλουμε με τέτοιο τρόπο τρόπο ένα τελεσίγραφο που θα επέβαλε στους Έλληνες να αφήσουν τον Ιταλικό στρατό να καταλάβει κάποιες στρατηγικές περιοχές.Αποφασίστηκε για το τέλος Οκτ 1940.
Η απόφαση γιά εισβολή πάρθηκε πρόχειρα,αλλά ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Λυρικής σκηνής Μπαστιάς, προετοίμαζε με μεγάλη σχολαστικότητα τη σεζόν και θα έκανε έναρξη με τη madam buterfly του Giacomo Puccini. Μάλιστα με τον πιό επίσημο τρόπο κάλεσε το γιό του Puccin με τη σύζυγό του να παρευρίσκονται στη πρεμιέρα που είχε οριστεί στις 25 ΟΚΤ.
Στα πρώτα καθίσματα βρέθηκε η Βασιλή οικογένεια, ο Μεταξας ο δικηγόρος Puccini και σωρεία προσωπικοτήτων. Για εκείνη τη βραδιά οι λάτρεις της όπερας μπορούν να ανατρέξουν στο εικονικό μουσείο της εθνικής λυρικής σκηνής για περισσότερες λεπτομέρειες. https://virtualmuseum.nationalopera.gr/.../mantama.../ η επόμενη μέρα είχε δείπνο στη πρεσβεία και ταυτόχρονη λήψη του "τηλεγραφήματος" ..